Η λέξη Φανατισμός δεν είναι ελληνική. Προέρχεται από την λατινική λέξη Fanum, που σημαίνει το ιερό, τον ναό και πολύ πιθανόν και από την ελληνική λέξη «φανός». Σχετίζεται με τη θρησκεία και κατά πάσα πιθανότητα παραπέμπει σε μυσταγωγικές τελετές, με τη συνοδεία πυρσών. Η απόδοσή της στα ελληνικά είναι η εμπάθεια και η άνευ κρίσεως προσήλωση σε δοξασίες και αντιλήψεις, ο υπέρμετρος ζήλος και το τυφλό πάθος προς το αντικείμενο λατρείας. Ο φανατικός εκδηλώνει απώθηση, για οτιδήποτε είναι ξένο ή αντίθετο προς αυτό το αντικείμενο και έλλειψη ανοχής, για το διαφορετικό. Συνεπώς οδηγείται σε μισαλλοδοξία.


Θα πρέπει να διακρίνουμε τον φανατισμό από τον δογματισμό παρόλο που και ο δογματισμός οδηγεί τον δογματικό άνθρωπο συχνά στον φανατισμό. Δογματισμός είναι η αποφθεγματική διατύπωση ιδεών χωρίς απόδειξη ή αιτιολογία.

Είναι γεγονός ότι τόσο ο δογματισμός όσο και ο φανατισμός χαρακτηρίζονται από την απόλυτη εμμονή και προσήλωση σε μια αρχή, ένα δόγμα ή γενικά μια ιδέα, ενώ ταυτόχρονα απορρίπτουν κάθε διαφορετική ερμηνεία. Ο φανατισμένος όμως, συνήθως κατακυριεύεται από βία και στο όνομα της απόλυτης πίστης μπορεί να φθάσει σε μίσος, ακόμα και σε φόνο.


Στην αρχαία Ελλάδα, η «ιερή μανία» ήταν χαρακτηριστικό της λατρείας του Βάκχου και αυτή η ένθεη μανία που καταλάμβανε τις Μαινάδες ήταν η μόνη ομαδική μανία απέναντι στον ορθό λόγο των αρχαίων Ελλήνων.

Στην αρχαία Ρώμη οι θρησκομανείς- fanatici – προσέρχονταν στο βωμό της θεάς του πολέμου Μπελόνας, όπου καταλαμβάνονταν από ένθεη μανία και διέπρατταν φρικαλεότητες ακόμα και στον ίδιο τον εαυτό τους.


Από τη θρησκεία ο φανατισμός πέρασε και σε άλλους τομείς: πολιτική, ιδεολογίες, ποδόσφαιρο και άλλους, οι οποίοι κατά κύριο λόγο εξυπηρετούν προσωπικά συμφέροντα κάποιων ατόμων τα οποία εκμεταλλευόμενα την αμάθεια του πλήθους, το παρασύρουν, μέσω της προπαγάνδας, σε ομαδικό φανατισμό.
Ο φανατικός άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος. Καθοδηγείται από τη μονομερή του εμπάθεια, δεν βλέπει καθαρά ούτε σκέπτεται ορθά. Έχει μειωμένη κρίση και βούληση και εύκολα γίνεται υποχείριο των επιτήδειων.

Ο φανατισμός εύκολα οδηγεί σε επιθετικότητα, κακίες, μίση κι εχθρότητα εναντίον όποιου δεν συμφωνεί με το αντικείμενο της λατρείας του φανατισμένου και φθάνει ακόμα να καταλήγει σε παθολογικές καταστάσεις. Κατά συνέπεια βλάπτει και σε ατομικό και σε ομαδικό επίπεδο. Είναι μια κοινωνική μάστιγα.
Ο φανατισμός βρίσκει έδαφος στην άγνοια και έλλειψη κρίσης. Ο φανατικός χαρακτηρίζεται από άγνοια και αμάθεια, πιστεύει ότι μόνο αυτός κατέχει την Αλήθεια.

Όμως, κανείς δεν είναι θεματοφύλακας της Αλήθειας. Κάθε άνθρωπος δικαιούται να έχει τις απόψεις του και να τις εκφράζει, όπως οφείλει να σέβεται την άποψη του άλλου, καθώς και να ανέχεται τη διαφορετικότητά του.


Μια σωστή ανθρωπιστική παιδεία απελευθερώνει τον άνθρωπο από τα δεσμά του φανατισμού, τον βοηθά να σέβεται τον πλησίον του καθώς και την άποψή του, οπότε ο φανατισμός δίνει τη θέση του στην διαλλακτικότητα, την αλληλεγγύη και την αμοιβαιότητα.
O.T.